νηπιοκομία

νηπιοκομία
η уход за детьми, воспитание детей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νηπιοκομία" в других словарях:

  • νηπιοκομία — η [νηπιοκόμος] 1. (γενικά) η φροντίδα τών νηπίων 2. (ειδικά) η επιστήμη ή τέχνη τής φροντίδας και ανατροφής τών νηπίων, βρεφοκομία …   Dictionary of Greek

  • νηπιοκομικός — ή, ό [νηπιοκόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηπιοκομία («νηπιοκομικός σταθμός») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»